Ιστορικά στοιχεία

Κάθε Σάββατο η Συναγωγή τελούσε την ακολουθία της Parasha, τη σύναξη της Κατηχήσεως. Η ακολουθία αυτή περιείχε: α) την προσευχή (Tefillah) με την επίκληση του θείου ονόματος ( Chema Isra ë l ), β) τις ευλογίες δηλ. άσμα ψαλμών και ύμνων, και γ) τα τρία βιβλικά αναγνώσματα, συνδυασμένα με ψαλμούς: το Νόμο ή Τορά ( Torah ), τους Προφήτες και τα Αγιόγραφα ή σοφιολογικά βιβλία. Μετά τα αναγνώσματα ακολουθούσε ομιλία και απόλυση των απεριτμήτων. Μετά την αποχώρησή τους η κατηχητική σύναξη τελείωνε με μια μεγάλη ικετευτική δέηση.

Κατά την διάρκεια λοιπόν αυτής της ακολουθίας άρχισε ο Κύριος, στη συναγωγή της Ναζαρέτ, το κηρυκτικό του έργο και το συνέχισε τις ημέρες του Σαββάτου στη συναγωγή της Καπερναούμ, τόπο της ομιλίας του για τον άρτο της ζωής ( Ιωαν. στ΄), και στις συναγωγές της Γαλιλαίας. Το ίδιο και ο απόστολος Παύλος, κατά την διάρκεια των ιεραποστολικών του περιοδειών, πήγαινε στην ακολουθία του Σαββάτου της συναγωγής για να κηρύξη το Ευαγγέλιο.

Αυτήν επίσης την ακολουθία παρέλαβε και η χριστιανική Εκκλησία για να συντάξη το πρώτο κατηχητικό μέρος της Θείας Λειτουργίας, που ονομάζεται «Λειτουργία των Κατηχούμενων». Η διάταξη δεν άλλαξε καθόλου εκτός από την τάξη των αναγνωσμάτων που απέκτησαν μια ηυξημένη σημασία: οι προφήτες της Π. Διαθήκης, μια περικοπή από τις επιστολές και μια από τα Ευαγγέλια. Μετά τα αναγνώσματα, ακολουθεί η ομιλία, η απόλυση των κατηχουμένων και των μετανοούντων και η ακολουθία τελειώνει με μια μεγάλη ικετευτική δέηση.

Το Δείπνο του Χριστού και των Αποστόλων τοποθετείται στην καρδιά της «Λειτουργίας των Πιστών» και αποτελεί την ευχαριστιακή σύναξη. Ο Κύριος ακολουθούσε εδώ το ιουδαϊκό τελετουργικό του δείπνου της οικογενείας, ή της Khavourah, την Παρασκευή το βράδυ.

Στην αρχή της βραδυάς, ο πατέρας της οικογενείας πρόσταζε ν' ανάψουν το φως. Ήταν προνόμιο της μητέρας της οικογενείας, που έμπαινε με μια λάμπα αναμμένη, ενώ τα παιδιά τραγουδούσαν έναν ύμνο χαρούμενης εισόδου στη «μνηστή- Σάββατο», που συμβολιζόταν με τη λάμπα.

Η τελετή αυτή του Λυχνικού θυμίζει τον βυζαντινό ύμνο «Φως Ιλαρόν», που ψάλλεται στον Εσπερινό. Είναι περισσότερο φανερό ότι η Θεοτόκος ήταν εκείνη, που τέλεσε αυτό το τελετουργικό δείπνο τύπο κατά το δείπνο του Κυρίου. Το γεγονός αυτό καθορίζει το μαριολογικό στοιχείο της Λειτουργίας. Η Παρθένος «Θύρα του ουρανού» μας οδηγεί στη θεώρηση του μυστηρίου με τα μάτια της Περιστεράς, στο φως της Πάναγνης ψυχής της: «ὁρῶσα σε κρεμάμενον, Χριστέ, ἡ σέ κυνήσασα ἀνεβόα. Τί τό ξένον, ὁρῶ, μυστήριον, υἱέ μου ...

Αμέσως μετά το Λυχνικό ερχόταν η θρησκευτική τελετουργία του δείπνου. Οι προσκεκλημένοι έφερναν τα δώρα τους, σαν προσωπική συμβολή καθενός συνδαιτημόνος στο δείπνο. Στην αρχή καθένας έλεγε την ευλογία για τον εαυτό του, κι έπινε το πρώτο «μικρό ποτήριο» (που μνημονεύεται στο Ευαγγέλιο του Λουκά κβ ΄ 18) λέγοντας: «Εὐλογητός εἶ Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, Βασιλεῦ τῶν αἰώνων, ὁ δημιουργήσας τόν καρπόν τῆς ἀμπέλου». Σ' αυτήν την ευλογία αναφέρεται ο λόγος του Ιησού: «Λέγω γάρ ὑμῖν ὅτι οὐ πίω ἀπό τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως ὅτου ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔλθῃ» ( Λουκ. κβ ΄ 18).

Αφού οι συνδαιτημόνες έπλεναν τα χέρια με αρωματισμένο νερό άρχιζε το καθαυτό δείπνο: «Εὐλογητός εἶ Κύριε, ὁ Θεός ἡμῶν, σύ ὁ παράγων ἄρτον ἐκ γῆς». Σ' αυτήν ακριβώς την στιγμή ο Κύριος πρόφερε τα λόγια: «Τοῦτο ἐστι το σῶμα μου τό ὑπέρ ὑμῶν διδόμενον ( Λουκ. κβ ΄ 19). Η φράση: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν» έδινε ένα εντελώς νέο περιεχόμενο σ' αυτή την παλιά ιουδαϊκή παράδοση και την ξεπερνούσε ολοκληρωτικά με την αγγελθείσα θυσιακή πληρότητα και το μεγάλο θαύμα της ευχαριστίας.

Ο πατέρας της οικογενείας ή ο προεστώς της αδελφότητος μοίραζε τα κομμάτια του κομμένου και ευλογημένου άρτου σε ένδειξη της αδελφικής κοινωνίας των συνδαιτημόνων. Ακολουθούσε το δείπνο και, μετά την προσφορά του θυμιάματος, ο νεώτερος έπλενε τα χέρια όλων. Ο Ιησούς- δούλος του Γιαχβέ - έπλυνε τα πόδια των μαθητών του ( Ιω. ιε ΄ 5-15).

Στο τέλος λάμβανε χώρα η τελετουργία, την οποία ο απόστολος Παύλος προσδιορίζει μ' ένα τεχνικό όρο του τυπικού «το ποτήριο της ευλογίας». Όλοι σηκώνονταν όρθιοι και ο προεστώς διερμήνευε τα αισθήματα της κοινότητος λέγοντας: «Με την συγκατάθεσή σας, ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο». Όλοι απαντούσαν «ἄξιον καί δίκαιον ἐστιν». Ακολουθούσε η πανηγυρική έκφραση ευχαριστίας, που λεγόταν πάνω στο κοινό ποτήριο και υπομνημάτιζε το εορταζόμενο γεγονός. Η προσευχή αυτή ονομάζεται εὐλογία γιατί αρχίζει με το «εὐλογητός ὁ Θεός...». Φέρει επίσης το όνομα barak, ευχαριστία, γιατί υμνεί τον Θεό για τις χορηγηθείσες και αναμιμνησκόμενες ευλογίες- ευεργεσίες. Το πρώτο της μέρος ανακαλεί στη μνήμη την έξοδο από την Αίγυπτο, την χορήγηση της Γης της Επαγγελίας και την τροφή, την οποία ο Θεός εξασφάλισε στο λαό του. Το δεύτερο μέρος είναι μια επίκληση σχετική μ' εκείνη που αναφέρεται στην έλευση του Ηλία στο τέλος της ιστορίας, για να αποκαταστήση το βασίλειο του Δαυίδ, να ξανακτίση την Ιερουσαλήμ και να στηρήξη τον λαό στην πίστη του. Η προσευχή ολοκληρώνεται με μια πανηγυρική δοξολογία, έναν ύμνο στο θαυμαστό όνομα του Θεού, από το στόμα όλων των δημιουργημάτων. Όλοι λένε «Ἀμήν» και αποσύρονται.

Μέσα, λοιπόν, σ' αυτήν την ακολουθία των τελετουργικών δείπνων όπου βρίσκεται η πιο φλογερή μεσσιανική προσδοκία ωριμάζει προφητικά η χριστιανική ευχαριστιακή Λειτουργία. Η ευαγγελική διήγηση του δείπνου του Κυρίου ακολουθεί την ίδια διάταξη. Ο άγιος Λουκάς ( κβ ΄ 17) μνημονεύει το «μικρό ποτήριο» του οίνου, που προηγείται της κλάσεως του άρτου. Ο Κύριος τεμαχίζει τον άρτο και τον μοιράζει στους μαθητές, σαν το ίδιο του το σώμα τεμαχισμένο.

Στο τέλος του δείπνου, τη στιγμή που η προσευχή επικαλείται μια καινούργια και οριστική επέμβαση του Σωτήρος Θεού, ο Χριστός αναγγέλλει το χριστιανικό Πάσχα. Από τότε, κάθε ευχαριστία των Αποστόλων και της Εκκλησίας μαρτυρεί την παρουσία του αναστάντος Κυρίου και του μοναδικού ουρανίου άρτου, που κάνει τους πάντες ένα Σώμα εν Χριστώ, δια του Πνεύματος και για τη δόξα του Πατρός. Ο Χριστός παίρνει το ποτήριο της ευλογίας και το μεταδίδει στους αποστόλους σαν το ίδιο του το αίμα, που χύθηκε «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». «Καί ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τό ὄρος τῶν ἐλαιῶν».

Η Εκκλησία μεταβάλλει την κατηχητική σύναξη της συναγωγής σε λειτουργία των κατηχουμένων και το τελετουργικό δείπνο σε λειτουργία των πιστών (2). Αλλ' η χριστιανική Λειτουργία αλλάζει βαθιά την πορεία των γεγονότων: Η πράξη τοποθετείται εκεί όπου καταλήγει η επίκληση, δηλ. στο ουράνιο, κατά το πνευματωμένο σώμα και όχι «κατά σάρκα». Από την υπόσχεση φθάνουμε στην εκπλήρωσή της, που πραγματοποιήθηκε ήδη πάνω στο σωτήριο Σταυρό, στεφανωμένο με το φως της Αναστάσεως. Ο διάλογος του ιουδαϊκού λειτουργικού τύπου γίνεται παραίνεση για την έσχατη ύψωση: «Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας». «Ἔχομεν πρός τόν Κύριον», εκεί που βρίσκεται «ὁ ἄρτος τοῦ οὐρανοῦ» περιστοιχιζόμενος και λατρευόμενος από τις αγγελικές δυνάμεις. Σαν έκφραση αυτής της ουράνιας και αγγελικής λαμπρότητος ο άνθρωπος, έχοντας επιστρέψει στην αληθινή του υπόσταση, ψάλλει μαζί με τους αγγέλους, τον επινίκιο ύμνο «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ...».

Η Λειτουργία της συναγωγής συμπλήρωνε τον επινίκιο ύμνο με τους στίχους του Ιεζεκιήλ (γ΄12): «Εὐλογημένη ἡ δόξα Κυρίου ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ». Η χριστιανική λειτουργία τους αντικαθιστά με την προσφώνηση του βασιλέως Ιησού, που εισέρχεται στην Ιερουσαλήμ ( Ματθ. κα΄ 9). «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, Ὡσαννά !» Ο τόπος κατοικίας της δόξης, της αληθινής Schekinah, της παρουσίας του Θεού ανάμεσα στους δικούς του, αποκαλύπτεται τώρα εν Χριστώ, στο πρόσωπο του οποίου εκπληρώνεται έτσι οριστικά η εσχατολογική προσδοκία του Ισραήλ.

Στην χριστιανική αναφορά ακούμε: «Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ» - «Ἄξιον καί δίκαιον». Κι αυτή αναφέρεται στο παρελθόν αλλά διαφορετικά: Ευχαριστεί τον Θεό για την συντελεσθείσα σωτηρία, γιατί δεν έπαυσε «πάντα ποιῶν» δια μέσου του Υιού του «ἕως ἡμᾶς εἰς τόν οὐρανόν ἀνήγαγε καί τήν βασιλείαν του ἐχαρίσατο τήν μέλλουσαν», και γιατί μας τρέφει, ήδη από τώρα με την αιώνια ζωή.

Ο Κύριος είπε: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν». Η ανάμνηση έχει ακριβώς την έννοια της ενθυμήσεως του Θεού. Η αναφορά είναι προσφορά στον Θεό και ταυτόχρονα έχει μέσα της την απάντηση εκ μέρους του Θεού: Η ενθύμηση του Θεού, η παρουσία του, αποκαταστάθηκε τώρα στον άνθρωπο. «Καί ἰδού ἐγώ μεθ ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ ἀιῶνος» ( Ματθ. κη ΄ 19).

Η εσχατολογική επίκληση της ιουδαϊκής προσευχής γίνεται η χριστιανική επίκληση. Αλλά δεν είναι πια επίκληση του Ηλία και του βασιλείου του Δαυίδ, αλλά του Αγίου Πνεύματος, που φανερώνει άμεσα την παρουσία του Χριστού μέσα στη σάρκα Του και στο αίμα Του.

Ακολουθώντας την ιουδαϊκή προσευχή η αναφορά τελεί με τη δοξολογία: «Καί δός ἡμῖν ἐν ἑνί στόματι... δοξάζειν... τό μεγαλοπρεπές ὄνομά σου... εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Το Ἀμήν της συνάξεως ολοκληρώνει και επισφραγίζει την κοινή προσευχή.

Τις ημέρες των εορτών, το πρωί του Σαββάτου, η συναγωγή τελούσε την ακολουθία την λεγομένη θυσία του Mousaf, η οποία συμπλήρωνε την συνηθισμένη και ελάμβανε χώρα πριν από το μεσημέρι. Το ίδιο και η χριστιανική Λειτουργία πρέπει να τελήται μεταξύ τρίτης ώρας και μεσημβρίας. Και τη νηστεία που απαιτούσε η Mishna την ξαναβρίσκουμε στην ευχαριστιακή νηστεία της Εκκλησίας.

Σχετικά με την λατρεία της Εκκλησίας κατά την αποστολική εποχή, η Καινή Διαθήκη μας διασώζει μερικά αποσπασματικά στοιχεία. Οι Πράξεις (β΄ 42- 46, κ΄ 7) περιγράφουν την λειτουργική ζωή, που είχε κέντρο την αποστολική διδασκαλία, το κήρυγμα, την προσευχή (ψαλμούς και ύμνους) και την κλάση του άρτου. Ο Λόγος (αναγνώσματα και κήρυγμα) κορυφώνεται στην κλάση του ευχαριστιακού άρτου.

Το κείμενο της Καινής Διαθήκης περιέχει λειτουργικά αποσπάσματα των αποστολικών κοινοτήτων. Είναι ομολογίες πίστεως ( Ρωμ. ι΄ 10, Φιλιπ. β΄ 11), ευλογίες και χαιρετισμοί ( Γαλ. στ΄ 18, Κολ. δ΄18, Α΄ Κορ. ιστ ΄ 23, Β΄ Κορ. ιγ ΄ 13), δοξολογίες ( Ρωμ. α΄ 25, θ΄ 5, Β΄ Κορ. ια ΄ 31, Γαλ. α΄ 5, Φιλιπ. δ΄20) και ύμνοι ( Φιλιπ. β΄ 6-11, Κολ. α΄ 5-20, Ρωμ. ιστ΄25-27, Α΄ Τιμ. γ΄ 16).

Η Αποκάλυψη είναι ιδιαίτερα πλούσια σε δοξολογίες (κεφ. δ΄ και ε΄) οι οποίες καταλήγουν σε ευλογίες και υμνούν τον Θεό για τις παρεμβάσεις Του στην ιστορία. Είναι η ανάμνηση «τῶν θαυμασίων» που εποίησεν ο Θεός κατά τον παρελθόν και τα οποία με την επιφανειακή ανάμνηση ριζώνουν στο σήμερα και γίνονται παρόντα. Αλλά πάνω από όλα η Αποκάλυψη σκιαγραφεί τη μεγαλοπρεπή εικόνα «της Θείας Λειτουργίας», που τελείται στον ουρανό από τον μοναδικό Μέγα Αρχιερέα, τον Χριστό, περιστοιχιζόμενο από τους αγγέλους. Η επίγεια Λειτουργία δεν είναι παρά συμμετοχή σ' αυτήν την ουράνια και αιώνια λατρεία ( Εβρ. θ΄ και ια ΄). Εκεί αντηχεί το ’γιος, ’γιος, ’γιος...των αγγέλων «ἡμέρας καί νυκτός» ( Αποκ. κεφ. δ΄ και ε΄), τα ζώα (ο κόσμος) αναπέμπουν την ευχαριστία και οι είκοσι τέσσερις «πρεσβύτεροι», αντιπροσωπεύοντας το βασίλειο Ιεράτευμα, δηλαδή την Εκκλησία, επαναλαμβάνουν τον ύμνο των αγγέλων που περιβάλλουν το θρόνο.

Παράλληλα με τα αποσπάσματα που διασώζονται στο κείμενο της Καινής Διαθήκης βλέπομε και πολυάριθμες νέες συνθέσεις, όπου εκφράζεται η πίστη των πρώτων κοινοτήτων. Η υμνογραφία αυτή στο σύνολό της παρουσιάζει χριστολογικά σχόλια και μεγάλα μεσσιανικά θέματα της Βίβλου.

Η Διδασκαλία των Αποστόλων (3 ος αι.) παρουσιάζει την λειτουργική ζωή μιας ελληνόγλωσσης συριακής κοινότητος, σημαδεμένης από την ιουδαϊκή παράδοση, η οποία περιέχει αναμφισβήτητα τον πυρήνα της λεγομένης Λειτουργίας του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Περί τα τέλη του 4 ου - 5ου αι. τοποθετούνται τα εξ πρώτα βιβλία των Αποστολικών Διαταγών , τα οποία επαναλαμβάνουν και αναπτύσσουν την Διδασκαλία . Ανάμεσα στις πιο σίγουρες πηγές πρέπει να μνημονεύσουμε τις κατηχήσεις και τα κηρύγματα του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Θεοδώρου Μοψουεστίας, τις κατηχήσεις του Κυρίλλου Ιεροσολύμων και το Οδοιπορικό της Αιθερίας στην Παλαιστίνη. Τα βιβλία VII και VIII των Αποστολικών Διαταγών περιλαμβάνουν δύο τυπικά-ευχολόγια. Το τυπικό- ευχολόγιο του VIII βιβλίου αναπτύσσει την Αποστολική Παράδοση , έργο αποδιδόμενο στον Ιππόλυτο Ρώμης (αρχές 3 ου αι. ). Ένα ευχολόγιο αποδιδόμενο στον επίσκοπο Θμούεως Σεραπίωνα, μας πληροφορεί για την λειτουργική ζωή του 4 ου αι. στην Αίγυπτο.

Όλα αυτά τα κείμενα έχουν μια κεφαλαιώδη σημασία, γιατί εκθέτουν με ακρίβεια την ζωντανή πίστη της Εκκλησίας και την διδασκαλία της, στην οποία η Εκκλησία στηρίζει τη δογματική της συνείδηση, μέσα στο ταραγμένο φόντο των χριστολογικών και τριαδολογικών συζητήσεων.

Στην Ιερουσαλήμ επί πατριαρχίας του αγίου Κυρίλλου (348-386) διαμορφώνεται ο εορτολογικός κύκλος. Στα μοναστήρια της Παλαιστίνης και κυρίως στην Λαύρα του Αγίου Σάββα (που ιδρύθηκε το 478), κοντά στην Ιερουσαλήμ, δημιουργείται η λειτουργική υμνογραφία.

Τον 6ο αιώνα, ο Ρωμανός ο Μελωδός, διάκονος στη Βηρυττό κι ύστερα στην Κωνσταντινούπολη, ακολουθεί τους ποιητικούς τύπους του αγίου Εφραίμ και των μαθητών του στην Ανατολική Συρία και εμπνέεται από την υμνογραφία τους την οποία εκφράζει ελληνικά. Είναι ο διδάσκαλος του Κοντακίου, το οποίο είναι σειρά ισοσύλλαβων στίχων, χωρισμένες σε κανονικές στροφές με ακροστιχίδα. Αυτοί οι στίχοι θα διατηρηθούν έκτοτε καταχωρισμένοι μεταξύ της στ΄ και ζ΄ ωδής κάθε Κανόνος.

Τον 8ο αιώνα οι Σύροι ελληνιστές άγιος Ανδρέας Κρήτης, μοναχός του αγίου Σάββα, άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και Κοσμάς επίσκοπος Μαϊουμά, γίνονται οι δημιουργοί των Κανόνων , που αντικατέστησαν τα Κοντάκια . Αυτοί συνθέτουν τα τροπάρια ή στροφές που παρεμβάλλονται μεταξύ των στίχων των βιβλικών ωδών (που ψάλλονται στον Όρθρο). Το λειτουργικό αυτό είδος, η υμνογραφία των κανόνων, από τη Συρία περνάει στην Κωνσταντινούπολη, στην Μονή του Στουδίου και στους μοναχούς της Θεόδωρο, Θεοφάνη και Ιωσήφ τον υμνογράφο. Την εποχή του «θριάμβου της Ορθοδοξίας» επί της εικονομαχίας (8 ος -9 ος αι.) η λειτουργική παράδοση του Στουδίου γίνεται οριστικά η Παράδοση της Κωνσταντινουπόλεως. Στην μονή του Στουδίου δημιουργείται η τάξη των ακολουθιών, το Τυπικό, η Οκτώηχος και η Παρακλητική για τις Ακολουθίες των Κυριακών και των εορτών, το Τριώδιο για την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής και το Πεντηκοστάριο για την πασχάλιο περίοδο.

Οι δύο αδελφές βυζαντινές Λειτουργίες είναι του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του αγίου Βασιλείου. Η λειτουργία του Χρυσοστόμου είναι σίγουρα αντιοχειανής προελεύσεως ενώ του αγίου Βασιλείου είναι πιο κοντά στις αιγυπτιακές καταβολές, με τον πρωταρχικό πυρήνα λειτουργίας που ήταν σε χρήση στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στον οποίο ο άγιος Βασίλειος έδωσε την οριστική του μορφή. Οι δύο άγιοι δεν είναι καθόλου δημιουργοί, αλλά συντάκτες κειμένων που ήδη προϋπήρχαν. Οι πιο παλιές μαρτυρίες ανέρχονται στον 8 ο και τον 9ο αι., ενώ για την περίοδο μεταξύ του 4 ου και του 8 ου αι., δεν υπάρχει τίποτε γνωστό, τουλάχιστο μέχρι τώρα. Ξεκινώντας όμως από τα συγγράμματα του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, είναι αναμφισβήτητο ότι τον 4ο αι. η αναφορά είχε στις γενικές της γραμμές τη σημερινή της μορφή. Οι συντάκτες συνέπτυξαν, συστηματοποίησαν, ταξινόμησαν το υλικό που προϋπήρχε προσθέτοντας μερικές ευχές και ύμνους.

Μόνο από τον 8ο αι. και μετά μπορούμε να παρακολουθήσουμε ευκολώτερα την ιστορική εξέλιξη του κειμένου, και την οριστική του ενοποίηση και καθιέρωση. Με τα δεδομένα της επιστήμης σήμερα μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι μεταξύ του 12 ου και του 15 ου αι. το βυζαντινό τυπικό έχει ήδη συγκροτηθή με το σημερινό του περιεχόμενο. Φτάνει σ' όλα τα διαμερίσματα της αυτοκρατορίας και στα ορθόδοξα Πατριαρχεία: Κωνσταντινουπόλεως, Αντιοχείας, Αλεξανδρείας, Ιερουσαλήμ, στις σλαβικές χώρες και στη Ρουμανία.

Στην εποχή του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου και του αγίου Βασιλείου η τάξη της θείας Λειτουργίας ήταν η εξής: είσοδος των λειτουργών, αναγνώσματα και ομιλία, προσευχή για τους κατηχουμένους, και η απόλυσή τους, ευχές υπέρ των πιστών, προσφορά των δώρων και μεγάλη είσοδος, ασπασμός της ειρήνης, αναφορά και επίκληση, Κυριακή προσευχή, κοινωνία, ευχαριστία και απόλυση πιστών. Έτσι όλα τα κύρια μέρη της Λειτουργίας είναι ολοφάνερα παρόντα.

Τον 5ο αι. εμφανίζεται το τρισάγιο, τον 6ο αι. το Σύμβολο της Πίστεως, το ζέον, το τροπάριο ο Μονογενής, και το χερουβικό. Τον 8ο αι. καταργούνται τα αναγνώσματα της Π. Διαθήκης πριν από τα αποστολικά, εισάγονται τα αντίφωνα πριν από τα αναγνώσματα και η προσκομιδή (προετοιμασία των δώρων) μετατίθεται πριν από τη Λειτουργία. Τον 12ο και 14ο αι. προστίθεται ανώφελα στην επίκληση το τροπάριο της Τρίτης Ώρας.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία των παλαιών χειρογράφων (8ου - 9ου αι.) η Λειτουργία του αγίου βασιλείου φαίνεται να ήταν η επικρατέστερη, σήμερα συμβαίνει το αντίθετο. Η Λειτουργία του Χρυσοστόμου επιβλήθηκε ας πούμε σαν κανονική, ενώ του Βασιλείου χρησιμοποιείται μόνο δέκα φορές το χρόνο: Τις Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής εκτός από την Κυριακή των Βαΐων, την 1 η Ιανουαρίου (εορτή του αγίου Βασιλείου), τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανίων (όταν οι εορτές αυτές δεν πέφτουν ημέρα Κυριακή ή Δευτέρα), τη Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο.

Οι δύο αυτές λειτουργίες είναι όμοιες, αλλά στην Λειτουργία του Μ. Βασιλείου η αναφορά, η μνημόνευση των αγίων και τα Δίπτυχα είναι πιο εκτεταμένα και θεολογικά πλουσιώτερα. Η επίκληση παρουσιάζει ελαφρές παραλλαγές. Τη στιγμή του μεγαλυναρίου της Θεοτόκου (τροπάριο προς τιμήν της), στη θέση του «Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς...», ψάλλεται το «Ἐπί σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις».



Τελευταία τροποποίηση: Τετάρτη, 1 Ιούλιος 2020, 3:16 μμ