Τα Αντίφωνα και οι Ευχές

Ακολουθούν τα Αντίφωνα, τα οποία αρχικά αποτελούσαν ξεχωριστή ακολουθία, τύπου Λιτής, που ετελείτο πριν τη Θεία Λειτουργία, έξω από τον Κυρίως Ναό. Στην αρχή τα Αντίφωνα ήταν ψαλμοί ολόκληροι, που οι στίχοι τους εψάλλοντο διαδοχικά από τους χορούς των ψαλτών, «κατ’ αντιφωνίαν», γι’ αυτό και λέγονται Αντίφωνα». Σήμερα δεν λέμε τους ψαλμούς αλλά μόνο τα τροπάρια και μόνο στις μεγάλες εορτές λέμε και μερικούς στίχους πριν από τα Αντίφωνα. Πρόκειται για στίχους από τους Ψαλμούς που ψάλλονται εναλλάξ με ένα κοινό εφύμνιο: «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου...» και «Σώσον ημάς Υιέ Θεού...». 

Ψάλλονται λοιπόν τα Αντίφωνα στην αρχή της Θείας Λειτουργίας, ως προετοιμασία των πιστών προς υποδοχή του Κυρίου. Ανάμεσα στα Αντίφωνα παρεμβάλλονται τρεις ευχές του ιερέως που ονομάζονται ευχές των Αντιφώνων. 



Με την πρώτη ευχή ο ιερέας ζητά την «αγάπη» και τη «συμπόνια» του Θεού· με τη δεύτερη παρακαλεί να παράσχει τη δύναμη σ᾽ εκείνους που φροντίζουν για το ναό Του· και στην τρίτη ευχή ζητά το φωτισμό του Θεού για όλους τους παρισταμένους, ώστε να κατανοήσουν την αλήθειά Του. Τελειώνουν τα Αντίφωνα με μια πλήρη ομολογία της πίστεως, ένα σύντομο «Πιστεύω»: «Ὁ μονογενὴς Υἱὸς καὶ λόγος τοῦ Θεοῦ….». Ψάλλεται σε αυτό το σημείο ώστε οι Κατηχούμενοι, δηλαδή αυτοί που δεν έχουν ακόμη βαπτιστεί, να ομολογήσουν την πίστη από κοινού με τους βαπτισμένους διότι σε λίγο θα εξέλθουν από το Ναό στην Λιτή-Νάρθηκα, καθώς δεν συμμετέχουν στην Θεία Λειτουργία μέχρι το τέλος.

 Τα Αντίφωνα τα έψαλλαν όλοι μαζί οι πιστοί. Φαίνεται δε ότι η εντύπωση από αυτή την συμψαλμωδία ήταν καταπληκτική. Το συμπεραίναμε αυτό από το έξης περιστατικό, που το αναφέρει ο Μέγας Αθανάσιος στην απολογία του «Περί φυγής». Αναφέρεται σ’ αυτήν ότι, ενώ προΐστατο ο Μ. Αθανάσιος στον Καθεδρικό Ναό της Αλεξανδρείας σε μία εσπερινή ακολουθία, μπήκε μέσα στην Εκκλησία ένα απόσπασμα στρατιωτικό με την ρητή διαταγή να τον συλλάβουν. ο Μ. Αθανάσιος δεν τα έχασε. Έδωσε εντολή ο μεν διάκονος να απαγγέλλει τους στίχους του 135ου ψαλμού «Εξομολογείσθε τω Κυρίω, ότι αγαθός...» το δε πυκνό εκκλησίασμα να συμψάλλει με έντονη φωνή το Εφύμνιο «ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού». Οι στρατιώτες εξεπλάγησαν από το θαυμάσιο αυτό θέαμα και ακρόαμα, όπου όλοι μικροί, μεγάλοι, άνδρες, γυναίκες, μορφωμένοι, απλός λαός, οι πάντες, είχαν ενώσει τις φωνές τους σ’ ένα ύμνο προς τον Θεό. Αναχαιτίσθηκαν στην ορμή τους. Καθηλώθηκαν τόσο, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στον Μ. Αθανάσιο να ξεφύγει μέσα από τα χέρια τους. Μεταξύ των Αντιφώνων ο ιερέας απευθύνει μία σύντομη δέηση «έτι και έτι εν ειρήνη ...», που λέγεται «Μικρά συναπτή» σε αντίθεση και διάκριση από την Μεγάλη Συναπτή.


Το τροπάριο «Ο Μονογενής Υιός».

Μετά την τρίτη επανάληψη του «Σώσον ημάς Υιέ Θεού ...» ψάλλεται ο θαυμάσιος και πανηγυρικός Ύμνος:

«Ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού αθάνατος υπάρχων, και καταδεξάμενος δια την ημετέραν σωτηρίαν σαρκωθήναι εκ της αγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας ατρέπτως ενανθρωπήσας· σταυρωθείς τε, Χριστέ ο Θεός, θανάτω θάνατον πατήσας, είς ων της Αγίας Τριάδος, συνδοξαζόμενος τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, σώσον ημάς».

Ο Ύμνος αυτός, που αποδίδεται στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, είναι θεολογικός και δογματικός. Αποτελεί μία σύντομη, ακριβή και καθαρή περίληψη όλης της πίστεως μας σχετικά με το πρόσωπο του Κυρίου. Ομολογούμε ότι ο Χριστός είναι ο Μονογενής Υιός του Θεού, ότι είναι αθάνατος, ότι χωρίς να πάθη καμμιά τροπή (ατρέπτως) στην θεότητα, έγινε άνθρωπος για να μας σώσει. Ότι η Παναγία είναι και Θεοτόκος και αειπάρθενος, ότι με τον σταυρικό του θάνατο ο Κύριος κατήργησε τον θάνατο και ότι είναι ένα από τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ομοούσιος με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Ο Ύμνος είναι τοποθετημένος στο σημείο αυτό της Θείας Λειτουργίας, επειδή είναι μία πλήρης ομολογία πίστεως, που έπρεπε να δώσουν οι Κατηχούμενοι προτού φύγουν, αφού δεν θα είναι παρόντες, όταν θα απαγγελθεί το Σύμβολο της Πίστεως.


Τελευταία τροποποίηση: Παρασκευή, 11 Σεπτέμβριος 2020, 12:59 μμ