Γλωσσάρι


αμπόλι: μίγμα αργιλικής ύλης, κόλλας και νερού κατάλληλο για την προετοιμασία των επιφανειών για χρύσωμα.

απόξεση: ένα από τα στάδια επεξεργασίας της περγαμηνής, κατά το οποίο αφαιρούταν το τρίχωμα του δέρματος και τα υπολείμματα σάρκας.

αύλακας: κανάλια τα οποία δημιουργούνταν στις ακμές (τρείς εξωτερικές πλευρές) των ξύλινων πινακίδων.

βαφικά υλικά: οργανικά υλικά, φυτικής κυρίως προέλευσης, τα οποία έπρεπε να διαλυθούν σε κάποιο υγρό για να χρησιμοποιηθούν.

βέρσο (verso): η αριστερή σελίδα του ανοικτού κώδικα.

βυρσοδεψία: η διαδικασία επεξεργασίας του δέρματος των ζώων με στόχο την παραγωγή επεξεργασμένου δέρματος, περγαμηνής κ.λ.π.

βυρσοδέψης: τεχνίτης ο οποίος είχε ως επαγγελματική ενασχόληση την επεξεργασία ακατέργαστου δέρματος.

γλυκασμός: απαλός και ψυχρότερος τόνος που χρησιμοποιείται στις άκριες των προσώπων.

γόμφος: διακοσμητικά μεταλλικά καρφιά σε διάφορα σχήματα τοποθετημένα συνήθως στο κέντρο και τις τέσσερις γωνίες κάθε πινακίδας.

γραφέας: άτομο το οποίο είχε ως ενασχόληση την αντιγραφή χειρογράφων κωδίκων.

γραφίδα: εργαλείο γραφής από καλάμι, φτερό πτηνού ή άλλο υλικό.

διακοσμητική ταινία: ορθογώνια πλαίσια μικρού ή μεγάλου πλάτους τα οποία φέρουν διάκοσμο.

δίφυλλο: φύλλο περγαμηνής διπλωμένο στα δύο.

δορά: το δέρμα του ζώου.

εκδορά: η διαδικασία αφαίρεσης του δέρματος του ζώου.

ελαφρόπετρα: είδος ελαφρού και πορώδους πετρώματος, η οποία χρησιμοποιούταν από τους γραφείς για το σβήσιμο του στεγνού μελανιού αλλά και την λείανση και άμβλυνση της μύτης της πέννας τους.

εμβάπτιση: βούτηγμα σε κάποιο υγρό μίγμα.

επικεφαλίδα: ο τίτλος του κειμένου

επίτιτλο: διακοσμητικό στοιχείο διαφόρων σχημάτων (πιόσχημο, ορθογώνιο, τετράγωνο) το οποίο βρίσκεται πάνω από τον τίτλο του κειμένου.

ἐχέσαρκον: η πλευρά της περγαμηνής η οποία αντιστοιχεί στην εσωτερική πλευρά του δέρματος του ζώου.

ἐχέτριχον: η πλευρά της περγαμηνής η οποία αντιστοιχεί στην εξωτερική πλευρά του δέρματος του ζώου.

κάλαμος: ειδικά προετοιμασμένο καλάμι για γραφή.

καλλιγράφος: άτομο το οποίο είχε ως ενασχόληση την αντιγραφή χειρογράφων κωδίκων.

κάλυμμα: κομμάτι δέρματος ή υφάσματος, με το οποίο ντυνόνταν οι ξύλινες πινακίδες.

κανάλι: αυλάκια στο εσωτερικό των ξύλινων πινακίδων για το πέρασμα των κλωστών που χρησιμοποιούνταν για την στάχωση.

κεφαλάρι: πλεκτά κορδόνια στην πάνω και κάτω γωνία του σώματος του χειρογράφου από την πλευρά της ράχης.

κλείστρο: πόρπες οι οποίες κρατούν το βιβλίο κλειστό.

κλουαζονέ (cloisonné): η τεχνική σχηματισμού σχεδίων σε μεταλλικές επιφάνειες με την χρήση σμάλτου μέσα σε ανάγλυφο περίγραμμα από μεταλλικά διαχωριστικά.

κόμμι: είδος ρετσινιού το οποίο χρησιμοποιείται ως συνδετικό μέσο. Προέρχεται από το έκκριμα δέντρων.

κώδικας: χειρόγραφο σε μορφή βιβλίου.

λεζάντα: λέξεις ή σύντομη φράση που περιγράφει ή επεξηγεί μία εικόνα.

λειτουργική ένδειξη: σημειώσεις οι οποίες αναφέρονται στην χρήση κειμένων ή αποσπασμάτων τους κατά την λειτουργική πράξη.

λεύκανση: διαδικασία κατά την οποία η περγαμηνή βαφόταν με ένα μείγμα λευκού χρώματος.

μεταλλικός τροχός: σερνόταν πάνω στα φύλλα της περγαμηνής για την δημιουργία των χαρακώσεων.

μικρογραφία: εικόνες ζωγραφισμένες στα φύλλα των χειρογράφων.

μικρογράφος: άτομο το οποίο είχε ως ενασχόληση την εικονογράφηση χειρογράφων κωδίκων.

οπή χαράκωσης: μικρές τρύπες που δημιουργούνταν στις άκριες των φύλλων περγαμηνής για την καθοδήγηση των γραμμών χαρακώσεως.

πάπυρος: υλικό γραφής παρασκευασμένο από τα φύλλα του φυτού πάπυρος.

παραγγελιοδότης: το άτομο το οποίο παραγγέλνει ένα χειρόγραφο. Ο παραγγελιοδότης δεν ήταν απαραίτητα αυτός για τον οποίο το χειρόγραφο προοριζόταν.

πέννα: εργαλείο γραφής από καλάμι, φτερό πτηνού ή άλλο υλικό.

περγαμηνή: υλικό γραφής παρασκευασμένο από δέρμα μοσχαριού, προβάτου, αίγας και σπανιότερα γουρουνιού από το οποίο κατασκευάζονταν τα φύλλα των χειρογράφων κατά τον Μεσαίωνα. Η ονομασία προέρχεται από την Μικρασιατική πόλη της Περγάμου.

πινακίδα: ορθογώνιες σανίδες ξύλου, οι οποίες συνδέονταν με το σώμα των χειρογράφων με σκοπό την προστασία τους.

προπαρασκευαστικό σχέδιο: η προπαρασκευαστική διεργασία.

προπλασμός: το πρώτο χρώμα που απλώνεται στα πρόσωπα και τα χέρια των ανθρώπινων μορφών.

πρωτόγραμμα: το γράμμα με το οποίο αρχίζει μία πρόταση. Είναι συνήθως μεγαλύτερων διαστάσεων από τα υπόλοιπα και είναι γραμμένο με διαφορετικό χρώμα. Σε άλλες περιπτώσεις φέρει φυτικό, ζωικό ή ανθρωπόμορφο διάκοσμο και πιο σπάνια αφηγηματικές σκηνές.

πυροδισμός: τα έντονα σημεία της σάρκας στα οποία εφαρμόζεται κόκκινο χρώμα, όπως κιννάβαρη.

ρέκτο (recto): η δεξιά σελίδα του ανοικτού κώδικα.

σάρκωμα: η δεύτερη στρώση χρώματος που απλώνεται στα πρόσωπα και τα χέρια των ανθρώπινων μορφών.

σμάλτο: τεχνική όπου γίνεται χρήση λεπτού διακοσμητικού στρώματος γυαλιού πάνω σε μεταλλική επιφάνεια.

στάχωση: η διαδικασία δημιουργίας του κώδικα

σταχωτής: άτομο το οποίο είχε ως ενασχόληση την στάχωση χειρογράφων κωδίκων

στύλος: μυτερό εργαλεία από διάφορα υλικά όπως ξύλο, μέταλλο. ελεφαντοστό κ.λ.π. για την χάραξη επιφανειών ή για γράψιμο σε πινακίδες καλυμμένες με κερί.

συνδετικό υλικό: φυτικής ή ζωικής προέλευσης. Αναμιγνυόταν με τις χρωστικές ουσίες και συντελούσε στη δημιουργία ομοιογενών μιγμάτων και την πρόσφυσή τους στις διάφορες επιφάνειες που θα ζωγραφίζονταν.

σχεδιάγραμμα: γραφική αποτύπωση έννοιας, ιδέας κ.λ.π

σχόλιο: συνοδεύει το κυρίως κείμενο ενός χειρογράφου. Μπορεί να είναι ερμηνεία ή αποσπάσματα από διάφορα έργα εκκλησιαστικών συγγραφέων.

τετράδιο: κομμένα φύλλα περγαμηνής, συνήθως τέσσερα, τα οποία είναι ραμμένα μεταξύ τους, τα οποία αποτελούν το σώμα του χειρογράφου.

τεύχος: κομμένα φύλλα περγαμηνής, συνήθως τέσσερα, τα οποία είναι ραμμένα μεταξύ τους, τα οποία αποτελούν το σώμα του χειρογράφου.

τίτλος: ο τίτλος του κειμένου που ακολουθεί, συχνά γραμμένος με μεγαλύτερους χαρακτήρες από το υπόλοιπο κείμενο. Σπανιότερα φέρει διάκοσμο ή και εικονογραφικά στοιχεία.

φόλιο: το φύλλο περγαμηνής.

χαράκωση: η δημιουργία κάθετων και οριζόντιων γραμμών για καθορισμό του χώρου του κειμένου, των περιθωρίων αλλά και όλων των διακοσμητικών στοιχείων.

χρωστική ουσία: οργανικά και ανόργανα υλικά, τα οποία δεν μπορούν να διαλυθούν μέσα σε υγρό.

ψιμμύθια: οι φωτεινές επιφάνειες των προσώπων που μπαίνουν με άσπρο ή σχεδόν άσπρο χρώμα.


Browse the glossary using this index

Special | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | ALL
No entries found in this section