Βυζαντινή συμβολική του χρώματος
Σκοπός της Βυζαντινής τέχνης ήταν η διαβίβαση της πνευματικής αλήθειας μέσω των αισθήσεων στους πιστούς. Οι Βυζαντινοί καλλιτέχνες είχαν βαθιά γνώση των ιδιοτήτων του φωτός αλλά και του συμβολισμού των χρωμάτων, τα οποία αξιολογούνταν με τον βαθμό της φωτεινότητάς τους, δεδομένου ότι ο Θεός είναι το Φως και συνεπώς και η πηγή του Φωτός. Έτσι, τα πιο λαμπερά και φωτεινά χρώματα, ιδίως το χρυσό και κατ’ επέκταση το κίτρινο, θεωρούνταν ότι πλησιάζουν την αρχέτυπη ομορφιά. Όπως και το Φως, τα χρώματα είχαν στο Βυζάντιο τον δικό τους συμβολισμό που βρισκόταν σε συνεχή αλληλεπίδραση με τα υπόλοιπα οπτικο-αισθητικά στοιχεία των συνθέσεων.
Το Πορφυρό χρώμα περιέκλειε το γαλάζιο και το ερυθρό. Το μεν, ως το χρώμα του ουρανού, ήταν το σύμβολο του υπερβατικού, του Θείου. Το δε, συμβόλιζε τις Θείες ενέργειες, αφού ήταν το χρώμα της Φωτιάς. Συμβόλιζε επίσης το γήινο, αφού ήταν το χρώμα του αίματος και παρέπεμπε στην ενσάρκωση του Κυρίου, στην επίγεια ζωή Του, σκοπός της οποίας ήταν η Σωτηρία του Ανθρώπου. Με βάση τον δεύτερο συμβολισμό του, το Πορφυρό χρώμα ήταν το σύμβολο της επίγειας εξουσίας του Αυτοκράτορα, αφού υποδήματα και ενδύματα σε αυτό το χρώμα φορούσε μόνο η αυτοκρατορική οικογένεια. Στην εικονογραφία, ως ένδειξη τιμής, με πορφυρά ενδύματα απεικονίζεται η Θεοτόκος.
Η συμβολική του Λευκού χρώματος ήταν εξίσου σημαντική. Η απουσία χρώματος το έκανε να θεωρείται ως ισότιμο του Φωτός και κατ’ επέκταση ως απουσίας του γήινου. Για τον λόγο αυτό τα ρούχα του Χριστού είναι λευκά στην εικόνα της Μεταμορφώσεως. Το Λευκό ήταν επίσης το χρώμα της αγνότητας. Αυτό ήταν το χρώμα των υφασμάτων μέσα στο οποίο ήταν τυλιγμένη η ψυχή των Αγίων κατά την κοίμησή τους, αλλά και το χρώμα των ενδυμάτων των Δικαίων στον Παράδεισο. Αντιθέτως, η απουσία χρώματος, το Μαύρο, συμβόλιζε την αμαρτία και τον θάνατο. Το πράσινο χρώμα που συναντούσε κανείς στη φύση συμβόλιζε την νεότητα αλλά και την ύλη, τον υλικό κόσμο.